- μεταδιώκω
- μεταδιώκω (ΑM) [διώκω]επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να εννοήσω κάτι («τὴν αὐτοῡ μεταδιῶκον φύσιν», Πλάτ.)αρχ.1. τρέχω πίσω από κάποιον για να τόν προφθάσω, καταδιώκω κάποιον, («ἀναπηδήσας μετεδίωκε τὸν πατέρα», Ξεν.)2. έρχομαι πίσω από κάποιον, παρακολουθώ κάποιον3. αναζητώ, ανιχνεύω, ερευνώ («διὰ τῶν γνωρίμων μεταδιώκειν τὰ ἀγνώριστα», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.